αναιμωτί

αναιμωτί
επίρρ. см. αναίμακτα

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "αναιμωτί" в других словарях:

  • αναιμωτί — ἀναιμωτί επίρρ. Α [ἄναιμος] δίχως να χυθεί αίμα, αναίμακτα …   Dictionary of Greek

  • ἀναιμωτί — without shedding blood indeclform a̱priv (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άναιμος — η, ο (ΑΜ ἄναιμος, ον) αυτός που δεν έχει αίμα, ο αναίματος αρχ. αυτός που δεν χύνει αίμα (π. χ. «ἄναιμος νίκη»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν στερ. + αιμος < αἷμα. ΠΑΡ. αναιμία αρχ. ἀναιμότης, ἀναιμωτί νεοελλ. αναιμικός. ΣΥΝΘ. ἀναιμόσαρκος] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»